κοιμισμένος

κοιμισμένος
η , ο
1) спящий4 сонный; 2) вялый, сонный, медлительный, пассивный (о человеке); 3) бестолковый; несообразительный

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Смотреть что такое "κοιμισμένος" в других словарях:

  • κοιμίζω — και κοιμώ, άω (AM κοιμίζω) 1. κάνω ή βάζω κάποιον να κοιμηθεί, αποκοιμίζω («κοιμίζω το μωρό») 2. μτφ. καθησυχάζω, καταπραΰνω, γαληνεύω (α. «φάρμακο που κοιμίζει τους πόνους» β. «λείων τ ἄημα πνευμάτων ἐκοίμισε στένοντα πόντον» οι άνεμοι… …   Dictionary of Greek

  • κοιμίζω — και κοιμάω κοίμισα και κοίμησα, κοιμισμένος 1. κάνω κάποιον να αποκοιμηθεί: Θα κοιμίσει το μωρό και θα έρθει. 2. καθησυχάζω, καλμάρω: Το φάρμακο αυτό κοιμίζει τους πόνους. 3. η μτχ., κοιμισμένος άνθρωπος νωθρός και καθυστερημένος διανοητικά …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Liste unregelmäßiger Verben im Neugriechischen — Unregelmäßige Verben im Neugriechischen sind Verben, die entweder hinsichtlich ihrer Stämme oder ihrer Endungen Besonderheiten aufweisen und nicht nach den üblichen Konjugationsregeln der neugriechischen Verben flektiert werden.… …   Deutsch Wikipedia

  • Unregelmäßige Verben des Neugriechischen — Unregelmäßige Verben im Neugriechischen sind Verben, die entweder hinsichtlich ihrer Stämme oder ihrer Endungen Besonderheiten aufweisen und nicht nach den üblichen Konjugationsregeln der neugriechischen Verben flektiert werden.… …   Deutsch Wikipedia

  • Unregelmäßige Verben im Neugriechischen — sind Verben, die entweder hinsichtlich ihrer Stämme oder ihrer Endungen Besonderheiten aufweisen und nicht nach den üblichen Konjugationsregeln der neugriechischen Verben flektiert werden. Inhaltsverzeichnis 1 Vorbemerkungen und Statistik 2… …   Deutsch Wikipedia

  • Unregelmäßige neugriechische Verben — Unregelmäßige Verben im Neugriechischen sind Verben, die entweder hinsichtlich ihrer Stämme oder ihrer Endungen Besonderheiten aufweisen und nicht nach den üblichen Konjugationsregeln der neugriechischen Verben flektiert werden.… …   Deutsch Wikipedia

  • αξύπνητος — η, ο 1. αυτός που κοιμήθηκε συνέχεια, χωρίς ανεπιθύμητη διακοπή στον ύπνο του 2. εκείνος από τον οποίο δεν ξυπνάει κανείς 3. το αρσ. ως ουσ. ο αξύπνητος ο θάνατος 4. μτφ. ο κοιμισμένος, αυτός που δεν ξέρει τα δικαιώματα του …   Dictionary of Greek

  • διανυκτερεύω — (AM διανυκτερεύω) [νυκτερεύω] 1. περνώ τη νύχτα κάπου (κοιμισμένος ή άγρυπνος) 2. ξενυχτώ, αγρυπνώ …   Dictionary of Greek

  • μεσ(ο)- — (ΑM μεσ[ο]) Α και μεσσο και μεσαι ) α συνθετικό πολλών λ. όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, που ανάγεται στο επίθ. μέσ(σ)ος*. Οι ελάχιστοι τ. με α συνθετικό μεσαι (πρβλ. μεσαι πόλιος, μεσαι πόλος, μεσαί γεως) οφείλονται σε τεχνητή ανάπτυξη μακράς… …   Dictionary of Greek

  • μεσοκοιμισμένος — η, ο μισοκοιμισμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < μεσ(ο) * + κοιμισμένος (για τη σχέση μεταξύ μεσοκοιμισμένος και μισοκοιμισμένος βλ. μεσο *)] …   Dictionary of Greek

  • νυκτοβάτης — ο, θηλ. ις και ισσα (Α νυκτοβάτης και νυκτιβάτης και δωρ. τ. νυκτιβάτας) αυτός που σηκώνεται και περπατά τη νύχτα, ενώ είναι κοιμισμένος, ο υπνοβάτης. [ΕΤΥΜΟΛ. < νύξ, νυκτός + βάτης (< βαίνω), πρβλ. υπνο βάτης. Ο τ. νυκτιβάτης < νυκτι… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»